- στρόφαλο(ν)
- το тех кривошип
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρόφαλο — το, Ν τεχνολ. ο στρόφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφαλος, ο, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
στρόφαλο — το τμήμα μηχανής με το οποίο μετατρέπεται μια παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική και αντίστροφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… … Dictionary of Greek
βρύση — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην … Dictionary of Greek
διωστήρας — Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει… … Dictionary of Greek
κάνουλα — η 1. ξύλινος ή μεταλλικός σωλήνας με στρόφαλο από τον οποίο κανονίζεται, ρυθμίζεται, η εκροή υγρού 2. φρ. «βάνω κάνουλα» ανοίγω καινούργιο βαρέλι με κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cannula, υποκορ. τού τ. canna «σωλήνας»] … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
στροφαλοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που έχει στρόφαλο 2. φρ. «στροφαλοφόρος άξονας» ή, απλώς, «στροφαλοφόρος» τεχνολ. άτρακτος που φέρει έναν ή περισσότερους στροφάλους και μέσω τής οποίας η ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση τού συστήματος εμβόλου διωστήρα… … Dictionary of Greek
κάνουλα — η (λ. λατ.), ξύλινος ή μετάλλινος σωλήνας με στρόφαλο που ρυθμίζει την εκροή υγρού: Όταν γεμίσεις την κανάτα κρασί, να κλείσεις καλά την κάνουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)